Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
Πορτογαλικό-ρωσικό λεξικό
румяниться
Αναζήτηση
румяниться
- translation to πορτογαλικά
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
румяниться
corar , corar-se ; (краситься румянами) carminar-se, passar rouge
Ορισμός
РУМЯНИТЬСЯ
1.
(1 и 2 л. не употр.).
пропекаясь, приобретать коричневый оттенок.
Пирог начал р.
2.
покрываться румянцем.
Лицо румянится на морозе.
3.
см.
РУМЯНИТЬ
.
Εμφάνιση περισσότερων ορισμών
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για
румяниться
1. И начали пудриться, краситься,
румяниться
и причесываться.
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي